- καταραχίζω
- 1. (για ψαράδες) χτυπώ μεγάλο ψάρι στη ράχη2. κατεβαίνω από τη ράχη βουνού.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «χτυπώ ψάρι στη ράχη» < κατ(α)-* + -ραχίζω (< ράχη). Με τη σημ. «κατεβαίνω από τη ράχη τού βουνού» < καταράχι].
Dictionary of Greek. 2013.